Η μετάβαση προς μια πιο βιώσιμη και περιβαλλοντικά φιλική κινητικότητα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους προκλητικούς στόχους της σύγχρονης εποχής.
Η εξάπλωση των ηλεκτρικών και εναλλακτικών οχημάτων επεκτείνεται ραγδαία, αλλά ποια είναι η προοπτική για την οριστική απαγόρευση των αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης στην Ευρώπη; Ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα και οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν προτού γίνει αυτό πραγματικότητα;
Σε αυτό το άρθρο, θα εξετάσουμε τις εξελίξεις και τους στόχους που αφορούν τη μελλοντική απαγόρευση των οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης στην Ευρώπη.
Η ένταση της κλιματικής αλλαγής: Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται ολοένα και πιο αισθητές, με αυξανόμενες θερμοκρασίες, καταστροφικές καιρικές συνθήκες και υψηλά επίπεδα ρύπανσης. Ο τομέας των μεταφορών συμβάλλει σημαντικά στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Στοχεύοντας στην επίλυση αυτού του προβλήματος, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών και την προώθηση αειφόρου κινητικότητας.
Ο κύβος ερρίφθη: από το 2035 στην Ευρώπη θα σταματήσουν να πωλούνται αυτοκίνητα με κινητήρες εσωτερικής καύσης που καταναλώνουν αμόλυβδη βενζίνη ή/και πετρέλαιο ντίζελ.
Πιο συγκεκριμένα, η απόφαση της Ε.Ε. προβλέπει ότι δεν θα επιτρέπεται η πώληση καινούριων αυτοκινήτων που θα καίνε αυτά τα καύσιμα ή, καλύτερα, θα πωλούνται αυτοκίνητα που θα έχουν μηδενικές εκπομπές ρύπων. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα απαγορευτεί η κυκλοφορία τους -παρότι ήδη απαγορεύεται σταδιακά σε ορισμένες μεγάλες πόλεις- ούτε και η αγορά τους ως μεταχειρισμένων.
Οι Βρυξέλλες, είχαν αποφασίσει από χρόνια να πάρουν πολύ δραστικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Στις 8 Ιουνίου του 2022, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε να κάνει το πρώτο βήμα για τον τερματισμό του κινητήρα εσωτερικής καύσης, ο οποίος έφερε σπουδαία οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη.
Την ίδια μέρα, εγκρίθηκε το πακέτο προτάσεων «Fit for 55» της Κομισιόν για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και την απαλλαγή από τον άνθρακα για την ηπειρωτική οικονομία. Σε αυτό περιλαμβανόταν η υποχρέωση των κατασκευαστών αυτοκινήτων να πουλάνε μόνο αυτοκίνητα με μηδενικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έως το 2035.
Αυτή η απόφαση, προκάλεσε μεγάλες αναταραχές. Ήταν αρκετές οι χώρες, κυρίως αυτές που φιλοξενούν αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίες αντιπαρέθεταν ότι είναι πολύ νωρίς για τη μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση και πίστευαν ότι αυτό θα οδηγήσει σε απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας και θα προκαλέσει κάποιας μορφής οικονομική κρίση.
Ακόμη 12 χώρες, με επικεφαλής την Τσεχία, καθώς και την Ιταλία, την Πολωνία, τη Βουλγαρία, αλλά και τη Γερμανία, εξέφραζαν επιφυλάξεις για την απαγόρευση της πώλησης κινητήρων εσωτερικής καύσης. Όμως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχαν καταλήξει πως οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν. Η Γερμανία όμως ακόμη δεν είχε συμφωνήσει.
Η πρόταση της Γερμανίας ήταν η εξής: Να συμπεριληφθεί η εξαίρεση για τα e-fuels, δηλαδή τα συνθετικά καύσιμα, τα οποία έχουν επίσης μηδενικούς ρύπους. Διεκδίκησε έντονα αυτή της την θέση, απειλώντας ότι θα απείχε από την τελική ψηφοφορία ή, ακόμα χειρότερα, θα ασκούσε βέτο εάν δεν γινόταν δεκτό το αίτημά της.
Η Γερμανία, σύμφωνα με Ευρωπαίους αξιωματούχους, πήρε κάποιες χώρες με το μέρος της και δημιούργησε ένα υποστηρικτικό πλαίσιο. Αυτό αποδείχτηκε από τις αρνητικές ψήφους της Ιταλίας και της Πολωνίας , την απόφαση της Βουλγαρίας να απέχει και της Τσεχίας να κάνει το ίδιο εάν δεν γινόταν δεκτή η εξαίρεση για τα e-fuels. Έτσι τελικά, η Ε.Ε. αποφάσισε να κάνει ένα βήμα πίσω και να δεχτεί αυτή την εξαίρεση.
Η ιστορία γύρω από αυτό, είναι ότι η Γερμανία, άρχισε να εξελίσσει αυτή την τεχνολογία καυσίμων από το 1930, όχι για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά για λόγους ανάγκης, καθώς έπρεπε να βρει πηγές για να αντικαταστήσει το δυσεύρετο πετρέλαιο στις σκοτεινές εποχές του Μεσοπολέμου και του Β’ Παγκοσμίου.
Τι είναι λοιπόν το e- fuel;
Πρόκειται για καύσιμα που παράγονται από μια χημική διεργασία του διοξειδίου του άνθρακα με το υδρογόνο. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιείται υδρογόνο που εξάγεται με ηλεκτρόλυση από ΑΠΕ (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) καθώς και άνθρακας, ο οποίος δεσμεύεται από το διοξείδιο του άνθρακα που υπάρχει στην ατμόσφαιρα. Από τη διαδικασία που ακολουθεί και ονομάζεται υδρογόνωση του διοξειδίου του άνθρακα προκύπτουν καύσιμα, όπως συνθετική μεθανόλη σε αέρια μορφή, η οποία μπορεί να υγροποιηθεί στη συνέχεια, συνθετική βενζίνη, συνθετικό πετρέλαιο κίνησης και συνθετικό φυσικό αέριο κίνησης.
Το «μυστικό» είναι ότι αυτά τα καύσιμα μπορεί να εκπέμπουν ρύπους στην ατμόσφαιρα, αλλά μπορούν να λογιστούν και ως καύσιμα που… δεν εκπέμπουν ρύπους. Κι αυτό γιατί όποια εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα θα προκύψει από την καύση τους, θα επαναδεσμευτεί στον ίδιο βαθμό για να παραχθούν εκ νέου e-fuels. Επομένως, φτάνουμε με αυτό τον τρόπο σε ουδέτερο κλιματικό αποτύπωμα. Το πλεονέκτημα είναι ότι αυτά τα καύσιμα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την κίνηση αυτοκινήτων με θερμικούς κινητήρες, αλλά και ηλεκτρικών, με αρκετές αυτοκινητοβιομηχανίες εντός και εκτός Ευρώπης να εργάζονται για την εξέλιξη αυτών, καθώς για πολλούς, θεωρούνται το μέλλον της αυτοκίνησης .
Σύμφωνα λοιπόν, με τον Ευρωπαϊκό Πράσινο Στρατηγικό, η ΕΕ αποσκοπεί να μειώσει τις εκπομπές των μεταφορών κατά 90% έως το 2050, συγκριτικά με τα επίπεδα του 1990.
Για την επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων, οι περισσότερες χώρες της ΕΕ έχουν θέσει διάφορα χρονοδιαγράμματα για την απαγόρευση της κυκλοφορίας οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης. Η Γερμανία, η Γαλλία, η Ολλανδία και η Ισπανία, μεταξύ άλλων, έχουν δεσμευτεί να απαγορεύσουν την πώληση νέων οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης έως το 2030 ή 2040. Ακόμα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει να απαγορευτούν νέα οχήματα με κινητήρες βενζίνης ή πετρελαίου από το 2035.